- λευκόσαρκος
- λευκόσαρκοςwith white fleshmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκόσαρκος — η, ο (Α λευκόσαρκος, ον) αυτός που έχει λευκή σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)* + σαρκος (< σάρξ, αρκός)] … Dictionary of Greek
λευκοσάρκων — λευκόσαρκος with white flesh masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek